όμαυλος

όμαυλος
(I)
ὅμαυλος, -ον (Α)
1. συγκάτοικος
2. γειτονικός, όμορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -αυλός (< αὐλή)].
————————
(II)
ὅμαυλος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που παίζει τον αυλό μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + αὐλός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὅμαυλος — living together masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅμαυλον — ὅμαυλος living together masc/fem acc sg ὅμαυλος living together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅμαυλοι — ὅμαυλος living together masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

  • ομαυλία — ὁμαυλία, ἡ (Α) [όμαυλος (Ι)] (ποιητ. τ.) συγκατοίκηση («τὶς λόγῳ... φράσει... ἄταις τε συννόμους βροτῶν συζύγους ὁμαυλίας;», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • στονόεις — και στενόεις εσσα, εν, Α 1. αυτός που προκαλεί κλάμα με αναστεναγμούς (α. «στονόεντος ἐν τομᾷ σιδάρου» Σοφ. β. «στονόεσσα πλαγά», Αισχύλ. γ. «βέλεα στονόεντα», Ομ. Ιλ.) 2. γεμάτος στεναγμούς, θλιβερός, θρηνώδης (α. «Παιὰν δὲ λάμπει στονόεσσα τε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”